κατατύφομαι

κατατύφομαι
κατατύφομαι (Α)
1. καίγομαι σιγά σιγά
2. μτφ. πιέζομαι ψυχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τύφομαι «καίγομαι σιγά σιγά, καπνίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”